- αδέλφωμα
- το, -ατοςκαι αδέλφωση, η η ένωση με αδελφική φιλία, η συμφιλίωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδέλφωμα — και αδέρφωμα, το [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. σύμφυση βλαστών, παραφυάδων από το ίδιο στέλεχος ενός φυτού, κυρίως δημητριακών … Dictionary of Greek
αδέλφωση — και αδέρφωση, η [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, αδέλφωμα 2. σύναψη στενής φιλίας … Dictionary of Greek
αδελφισμός — ο [αδελφίζω] αδελφοποίηση, αδέλφωμα … Dictionary of Greek
αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek